- σιοειδής
- σῐοειδής, ές,A like σίον, coined by EM134.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιοειδής — ές, Α όμοιος με το φυτό σίο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίον «είδος φυτού» + ειδής*] … Dictionary of Greek